Να περάσω πάσχισα στις διχάλες ενός κοριτσιού το ακήρυχτο ακόμη καλοκαίρι
Το μύδι ενός φιλιού στα χείλη του Ιουλίου...
Για να ’ναι η στιγμή όπου ο Θεός μου απίστησε
[επικεφαλής (από)στροφή]:
Κάτι θα ’πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανένας σαν ονείρωξη…
Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες και με τα πόδια μισάνοιχταΠου αυτό μεσ’ στη συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν του ανοίγει ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα…
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μεσ’ στη θάλασσα έμαθα γραφή κι ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλοΝα κοιτάζω Και μπροστά πάλι το ίδιο:
Το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη
Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μεσ’ στον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους
[για την ΕΙΚΟΝΑ του σημερινού ποιήματος χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ και τη Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά του Οδυσσέα Ελύτη, για να δαμάζουν την απόχρωση που παίρνει το ακατόρθωτο όταν αφηνιάζει στο στήθος των βαθιών Ονείρων μας με ΚΛΙΚ εδώ