Δεν υπάρχει αίσθηση χωρίς σκέψη, αλλά δεν αρκεί να σκεφτόμαστε για να ζούμε. Στην ποίηση οι λέξεις πρέπει να φέρνουν κάτι απ’ το αμέριστο του κόσμου αλλιώς το ανεπαίσθητο εκείνο ρίγος που κλονίζει την ύπαρξη ξεπερνώντας την, θα χαθεί…
ΛΕΖΑΝΤΑ (εις τον πάτον της εικόνας των λέξεων)
[επικεφαλής (από)στροφή]:
Η Ποίηση του Ελύτη, κατά βάθος, είναι όπως το φως, μερικές φορές τρομαχτική, σε ρηγματώνει…
Σκέφτομαι πως ο Σεζάν στοχαζόταν μια ολόκληρη ώρα πριν βάλει την πινελιά πάνω στο μουσαμά, γιατί αυτή η πινελιά έπρεπε να «περιέχει τον αέρα, το φως, το αντικείμενο, το χαρακτήρα, το ύφος. Στον διάβολο αν δεν καταλαβαίνουν πως συνδυάζοντας ένα θολό πράσινο μ’ ένα κόκκινο κάνει κανείς ένα στόμα να φαίνεται λυπημένο».
Και αυτό που προσπαθώ να μεταφέρω απ’ το στίχο του Οδυσσέα Ελύτη είναι μυστηριακά αδιευκρίνιστο, αγκιστρωμένο στα βάθη της ύπαρξης.
Ήρθα μόνο να πω πως στην ποίηση οι λέξεις πρέπει να φέρνουν μέσα τους κάτι απ’ το αμέριστο του κόσμου. Αλλιώς το ανεπαίσθητο εκείνο ρίγος που κλονίζει την ύπαρξη ξεπερνώντας τη, θα χαθεί.
Δεν υπάρχει αίσθηση χωρίς σκέψη, αλλά δεν αρκεί να σκεφτόμαστε για να ζούμε.
Ο αντιληπτός κόσμος είναι πάντα εκεί, αλλά είναι πάντα εδώ. Ο ποιητής υπάρχει, και υπάρχει ακαριαία, επαληθεύοντας το γεγονός.
Αν κατανοήσει κανείς το γιατί η θάλασσα δεν είναι απλώς θάλασσα αλλά και ηθική, το μάρμαρο τίποτε άλλο από ανθρώπινο χάδι, το λευκό αίσθηση δικαιοσύνης και αγιότητας, δεν γίνεται να μην αποκτήσει με τον κόσμο σχέση ψυχής.
Υποστηρίζω ότι η φωτεινότητα και η διαύγεια των στίχων του Ελύτη, η βαθιά γνωριμία του με την αμεσότητα του πρωταρχικού και του ουσιώδους, η συνεχής αναγωγή του στο πιο απλουστευμένο κομμάτι του εαυτού μας, και συνεπώς γι’ αυτό αξεπέραστο σε ενότητα, δρουν χωρίς διαμεσολάβηση.
«Επειδή το τέρμα βρίσκεται πάντοτε στη φύση, πιο συγκεκριμένα στον παλμό κάποιου ζωντανού οργανισμού»,γράφει στο Εν Λευκώ.
Θεωρώ ότι η πρόταση του Ελύτη για τη φύση βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικά σημεία από αυτά που γενικά πιστεύεται.
Το ελληνικό φως έχει μια τρομαχτική βεβαιότητα. Άλλοτε η παρουσία του είναι λεπταίσθητη και αναδυτική και άλλοτε γίνεται ακαταμάχητη, διαλύοντας τα πάντα.
Ένα τοπίο διατρέχει αυτοστιγμή την αιωνιότητα ερμηνεύοντάς την.
Τα χρώματα ποτέ δεν επαναλαμβάνονται. Ένα επιπλέον ή κάτι λιγότερο κάνει πάντα τη διαφορά σε επίπεδο συναισθημάτων.
«Μπορείς να δεις τον κόσμο όλον σε μέσα σε μια σταγόνα νερό»,έλεγε ο Γκαίτε, κι αυτό μας πάει απευθείας στη διαύγεια των στίχων του Ελύτη.
«Το νερό που ήμουνα έχει από καιρό κατασταλάξει, έτσι που να βλέπεις μέσα του καθαρά. Εάν αυτό είναι «κάτι» ή «τίποτα», έχει πάψει να με αφορά»,γράφει σ’ ένα κείμενο του για τον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Ο Ελύτης στέκεται ακίνητος μπροστά στον παγανισμό της φύσης και τον αποκαλύπτει: πρίσμα διάφανο απ’ όπου η ζωή ιριδίζει και αυτοπροτείνεται, κόκκο άμμου με δυνατότητα του ονείρου μέσα σε μια ολοφάνερη ακρογιαλιά την ώρα του πιο γνώριμου ήλιου.
Οι αισθήσεις συλλαμβάνουν το στιγμιαίο, αλλά αργότερα η κάθε στιγμή διευρύνεται. Αν οι αισθήσεις δεν συνελάμβαναν αρχικά σύνολα, ο κόσμος θα έδινε μια χαοτική εικόνα, διόλου κατανοητή και προσεγγίσιμη. Αν ο Σπινόζα αναφέρει πως τα πάθη υποβάλλουν τη λογική μας και οι Στωικοί ότι ο άνθρωπος οφείλει να μην είναι στο έλεος των αισθήσεών του, ο Ελύτης μας προτείνει ένα μεγαλύτερο πάθος, τη συνειδησιακή ελευθερία της αίσθησης στη ζωή και στη φύση.
Μια αφιλόκερδη ματιά και φτάνεις απευθείας στο θαύμα που έρχεται να σου επιδειχθεί.
Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι
Γιατί το φιλί, που δεν εξελίχθηκε ουδέ κατ’ ελάχιστον από καταβολής κόσμου, τυχαίνει να είναι το πιο καινούργιο και αμεταχείριστο πράγμα που διαθέτουμε, γράφει.
Επειδή ο τρόπος που δυο άνθρωποι ερωτεύονται δεν έχει αλλάξει μα ούτε ποτέ προσδιοριστεί.
Είτε πρόκειται για τις «λευκές αϋπνίες των κύκνων» στους στίχους του, είτε για τις «καθαρές μονάδες» που είναι οι άνθρωποι στα χέρια του Παπαδιαμάντη, είτε για τον Ρωμανό το Μελωδό, που όπως γράφει «η Παναγία τον έκανε άξιο να μεταμοσχεύσει από τον κορμό του αρχαίου στον κορμό του μεσαιωνικού ελληνισμού έναν ειδικό τρόπο του εκφράζεσθαι που έφτασε σώος ως τις μέρες μας», το πρωταρχικό στοιχείο μπορεί να αλλάξει μορφή, να ποικίλλει, αλλά πάντα συναντά την ψυχή του ανθρώπου κατευθείαν και τον συνδέει με τη συνέχεια των πραγμάτων και την αθανασία.
Η μοναξιά δεν είναι παρά η προσωποποίηση της διαφορετικής κατεύθυνσης.
«Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό κι αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ’χα πεθάνει της πείνας.
Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μοβ. ποτέ μου όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της αγοράς»,γράφει στην Ιδιωτική Οδό.
Εγώ ήρθα μόνον να πω πως η ποίηση του Ελύτη, κατά βάθος, είναι όπως το φως, μερικές φορές τρομαχτική σε ρηγματώνει.
Μια απόχρωση του μοβ, ένα θολό πράσινο είναι που σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου.
Γιατί «αν τα δημιουργήματα δεν συνιστούν απόκτημα, αυτό δεν συμβαίνει απλώς επειδή όπως όλα τα πράγματα, περνούν. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν – όπως λέει ο Μωρίς Μερλώ – σχεδόν όλη τη ζωή μπροστά τους».
Νόστιμον Ήμαρ με Κλικ σε «συγκοινονούντα e-δοχεία»:
Οι λέξεις που έντυσαν την εικόνα του Ποιήματος είναι από ένα κείμενο της Λέλης Μπέη για τον Οδυσσέα Ελύτη, που δημοσιεύτηκε στο ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ με μια εικαστική σύνθεση ανάμεσα στις λέξεις να εγκιβωτίζει ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΟΥΡΑΝΟΥ - για την αντιγραφή: : Δεσμώτης στονΊλιγγο της Σκιας 1000 Λέξεων= Μια Εικόνα Ποιήματος