Της άρεσαν τα παραμύθια και οι συλλογές με πεταλούδες που έκρυβαν βαθιά απαγορευμένα μυστικά
γραμμή στην άκρη
πυγολαμπίδας λιωμένης
Παραμύθια σκαρώνω
καρφώνοντας
μισά σκουλαρίκια στα μάτια
Θα καπνίσω το βράδυ
κοιτάζοντας
τα κομμένα τους μέλη στον τοίχο
Συλλέκτρια 2
Ά-λογον Πάθος
για να καλπάσω εγώ μαζί του
ξεγελώντας
ότι αυτός έχει το πρόσταγμα
Μέχρι στιγμής
καλά τα πήγα
Αλλά όσο ανόητο να είσαι αφέντης
Τόσο πληκτικό να είσαι δούλος
Πολεογραφικόν 2
δεν έχει πού να απλώσει τα ρούχα της
αδίκως τρίβω τους λεκέδες της στο μάρμαρο
κοκκινόχωμα, αίμα και σκουριά
Κάθε πρωί
ξυπνά το ίδιο βρεγμένη
το βράδυ
θα κοιμηθεί και πάλι βρώμικη
Πολεογραφικόν 3
Σύνορα σιωπής
Δεν βλέπεις μόνο ακούς
Κι αν πλησιάσεις πολύ πεθαίνουν
Στην Πρέβεζα… χιλιάδες λεύγες άπειρο τα Σύνορα Σιωπής και μια διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος
ΛΕΖΑΝΤΑ («Συλλέκτρια» μια φωτογραφία του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου)
Συλλέκτρια 1
Καμένα φτερά πεταλούδαςγραμμή στην άκρη
πυγολαμπίδας λιωμένης
Παραμύθια σκαρώνω
καρφώνοντας
μισά σκουλαρίκια στα μάτια
Θα καπνίσω το βράδυ
κοιτάζοντας
τα κομμένα τους μέλη στον τοίχο
Συλλέκτρια 2
Κάποτε ήταν πριγκίπισσα. Τώρα της άρεσαν τα παραμύθια και οι συλλογές.
Ακουμπούσε τις πεταλούδες, ενώ πετάριζαν ακόμα, στο τραπέζι και πλησίαζε την φωτιά στα φτερά τους. Τινάσσονταν για μια φορά ακόμα. Μετά. Έβγαζε το καπάκι από το βάζο και το γύριζε ανάποδα. Παραζαλισμένες τις πυγολαμπίδες, τις έπιανε με τα δάχτυλα και τις έσερνε με δύναμη πάνω στον τοίχο. Σαν κιμωλίες που αφήνουν πίσω τους φωσφορίζουσες γραμμές.Τα παραμύθια που τής άρεσε να σκαρώνει ήταν από εκείνα που δεν λέγονταν. Τα σεντούκια τους έκρυβαν βαθιά απαγορευμένα μυστικά. Αν τα έβγαζες έξω σε έτρωγαν. Π.χ. ένας όμορφος άντρας έσερνε τα πρησμένα του πόδια μουρμουρίζοντας: «θα κοιμηθώ πρώτα την κόρη της, μετά τον γιο της και στο τέλος θα μπήξω τις περόνες στα δικά της μάτια, να θέλει και να μη μπορεί να κρεμαστεί»
Χάρη στα παραμύθια και στις συλλογές της, την πλησίαζαν πολλοί περίεργοι. Αφού τους βασάνιζε, με όλους τους άγριους τρόπους που ήξερε από την πριγκιπική της θητεία, τους διαμέλιζε και τους έκρυβε στα σεντούκια. Μόνο κάποια αθώα μέλη τους άφηνε σε κοινή θέα στον τοίχο μαζί με τα έντομα: μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι.Μετά. Καθόταν ημίγυμνη στον καναπέ και κάπνιζε κοιτάζοντας τα όλα ήσυχη. Όποιον καταλάβαινε τι σήμαινε μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι,θα τον παντρευόταν και θα του χάριζε το παλιό της βασίλειο. Το είχε αποφασίσει.
Ά-λογον Πάθος
Δέχτηκα το χαλινάρι
για ν’ απολαύσω τον ιππέαγια να καλπάσω εγώ μαζί του
ξεγελώντας
ότι αυτός έχει το πρόσταγμα
Μέχρι στιγμής
καλά τα πήγα
Αλλά όσο ανόητο να είσαι αφέντης
Τόσο πληκτικό να είσαι δούλος
Πολεογραφικόν 2
Η πόλη
μουσκεμένη ώς το κόκαλοδεν έχει πού να απλώσει τα ρούχα της
αδίκως τρίβω τους λεκέδες της στο μάρμαρο
κοκκινόχωμα, αίμα και σκουριά
Κάθε πρωί
ξυπνά το ίδιο βρεγμένη
το βράδυ
θα κοιμηθεί και πάλι βρώμικη
Η πόλη γέμισε αηδόνια
Εξαϋλώθηκαν βεράντες κήποιΣύνορα σιωπής
Δεν βλέπεις μόνο ακούς
Κι αν πλησιάσεις πολύ πεθαίνουν
Στην Πρέβεζα… χιλιάδες λεύγες άπειρο τα Σύνορα Σιωπής και μια διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος
Μήπως ήρθε η ώρα της ψυχής, η αόρατη κι αδιάφορη μητέρα της αξύπνητης Ουσίας; Κι αν πλησιάσεις πολύ κάτι σαν να ελλοχεύει στην Ύπαρξη… Θα διαπλεύσουμε τα ωραία σκέλεθρα της μεγάλης ερημίας, κάτι δεκάδες εκατομμύρια μουσκεμένα χιλιόμετρα στου Γαλαξία μας τη φρικαλέα καλλιθέα στη διπλανή μας συν-Ουσία εν Πρεβέζη!]